бязевый - ορισμός. Τι είναι το бязевый
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι бязевый - ορισμός


бязевый      
Б'ЯЗЕВЫЙ, бязевая, бязевое. прил. к бязь
; сшитый из бязи. Бязевая рубашка.
бязевый      
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: бязь, связанный с ним.
2) Свойственный бязи, характерный для нее.
3) Сшитый из бязи.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για бязевый
1. Ее изображает чернокожий мужик - желтая майка, а поверх белый бязевый лифчик 5-6-го размера.
2. Он привел бывшего хозяина к дому, где на крыльце, помещенные в черный бязевый чехол, пошитый женой много лет назад, хранились лыжи Эдуарда Николаевича.
Τι είναι бязевый - ορισμός